-
1 όργανο
[органо] ουσ. о. (βιολ.) орган, инструмент, орудие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όργανο
-
2 орган
-
3 орган
I орган м в рази. знач. το όργανο· \органы чувств τα όργανα της αίσθησης· \органы печати τα όργανα του τύπου· - законодательные \органы τα νομοθετικά όργανα II орган м муз. το όργανο* * *I `органм в разн. знач.το όργανοорганы чувств — τα όργανα της αίσθησης
органы печа́ти — τα όργανα του τύπου
II орг`анзаконода́тельные органы — τα νομοθετικά όργανα
м муз.το όργανο -
4 инструмент
-а α.1. εργαλείο, όργανο, σύνεργο•хирургические -ы χειρουργικά εργαλεία•
измерительные -ы όργανα μέτρησης•
столярные -ы τα σύνεργα του μαραγκού.
2. μτφ. μέσο επίτευξης•инструмент знания μέσο γνώσης.
3. όργανο μουσικό•струнный инструмент έγχορδο όργανο.
εκφρ.музыкальный инструмент – μουσικό όργανο. -
5 наиграть
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. на-йгранный, βρ: -гран, -а, -о.1. παίζω σε μουσικό όργανο πολύ χρόνο.2. κερδίζω, βγάζω από τυχερά παιγνίδια ή από μουσικό όργανο.3. σιγοπαίζω σε μουσικό όργανο.4. γράφω σε μαγνητοταινία ή σε δίσκο.παραπαίζω. -
6 контроллер
1. (для управления электродвигателями) το όργανο ελέγχου (του ηλεκτροκινητήρα)ο διανομέας του ηλεκτρικού ρεύματος- с программным управлением - με προγραμματισμένο έλεγχο/χειρισμό, αυτόματο -2. (в системах обработки и передачи информации) το όργανο ελέγχου (στο σύστημα επεξεργασίας και μετάδοσης των πληροφοριών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контроллер
-
7 инструмент
инструмент м 1) το εργαλείο 2) (музыкальный) το όργανο* * *м1) το εργαλείο2) ( музыкальный) το όργανο -
8 снаряд
снаряд м 1) воен. το βλήμα* η οβίδα (артиллерийский ) 2) спорт, το γυμναστικό όργανο* * *м1) воен. το βλήμα; η οβίδα ( артиллерийский)2) спорт. το γυμναστικό όργανο -
9 орган
орган Iм в разн. знач. τό ὄργανο[ν]:\органы пищеварения (чувств) τά πεπτικά (τά αἰσθητήρια) ὀργανα· внутренние \органы τά σπλά(γ)χνα· \органы государственной власти τά ὀργανα τής κρατικής ἐξουσίας· партийные и советские \органы τά κομματικά καί σοβιετικά ὀργανα.орган IIм муз. (τό ἐκκλησιαστικό) ὀργανο, τό ἀρμόνιο. -
10 прибор
приборм τό σπάσιμο τών κυμάτων:грохот \приборя ὁ ρόχθος, ὁ βογγος, ἡ ραχία прибор м1. τό ὅργανο[ν], τό μηχάνημα, ἡ συσκευή; измерительный \прибор τό ὅργανο μέτρησης· нагревательный \прибор ἡ συσκευή θέρμανσης, ὁ θερμαντήρ [-ας]· точные \приборы μηχανήματα ἀκριβείας·2. (комплект чего-л.):столовый \прибор τό σερβίτσιο· чайный \прибор τό σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ· бритвенный \прибор τά ξυριστικά (εργαλεία)· письменный \прибор ἡ καλαμαριά, τά γραφικά εἰδη. -
11 заколоть
-колю, -колешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заколотый, βρ: -лот, -а, -о ρ.σ.μ.1. φονεύω, σκοτώνω με αιχμηρό ή κοφτερό όργανο.2. πιάνω, σταθεροποιώ•заколоть волосы шпилкой πιάνω τα μαλλιά με τη φουρκέτα.
3. αρχίζω να νύσσω κλπ. ρ. βλ. колоть.αυτοκτονώ με κοφτερό ή αιχμηρό όργανο. -
12 орудие
-я ουδ.1. εργαλείο, σύνεργο• μέσο•-я труда εργαλεία δουλειάς•
земледль-ческое орудие αγροτικό εργαλείο•
-я производства τα μέσα παραγωγής.
2. μτφ. όργανο•слепое орудие τυφλό όργανο.
3. πυροβόλο, κανόνι•самоходное орудие μηχανοκίνητο πυροβόλο•
дально-ббиное орудие τηλεβόλο•
полевое орудие πεδινό πυροβόλο•
осадное орудие τοπομαχικό•
зенитное орудие αντιαεροπορικό πυροβόλο•
противотанковое орудие αντιαρματικό πυροβόλο•
пальба из -ий κανονιοβολισμός, κανονίδι.
-
13 прибор
-а α.1. συσκευή, όργανο, μηχανισμός•измерительный прибор όργανο εκμέτρησης•
прибор электрический συσκευή ηλεκτρική.
2. πλήρης συλλογή αντικειμένων, το κομπλέ• τα εξαρτήματα, τα είδη το σερβίτσιο•письменный τα γραφικά είδη•
бритвенный прибор τα ξυριστικά είδη•
чайный прибор το σερβίτσιο του τσαγιού.
-
14 треугольник
-а α.1. το τρίγωνο•прямоугольный треугольник ορθογώνιο τρίγωνο•
остроугольный треугольник οξυγώνιο τρίγωνο.
2. μουσικό όργανο τριγωνικού σχήματος.3. τριάδα, τριανδρία• συναρχία τριών προσώπων καθοδηγητικό τριμελές όργανο. -
15 трещотка
-и δ.1. κρουστικό όργανο για εκφοβισμό.(μουσ.) κρουστό μεταλλικό όργανο.2. μτφ. φλύαρος, γλωσσάς, γλωσσοκοπάνα.3. παιγνίδια, όργανα κρουστικά.4. τριβέλι, τρυπάνι. -
16 астролябия
астр. о αστρολάβος (αστρονομικό όργανο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > астролябия
-
17 гидрорегулятор
ο υδραυλικός ρυθμιστής, το υδραυλικό όργανο ελέγχου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидрорегулятор
-
18 гиродатчик
το γυροσκοπικό αισθητήριο (όργανο)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гиродатчик
-
19 дебитомер
το όργανο μέτρησης της εκροής/απόδοσηςгазовый - του αερίου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дебитомер
-
20 деклинатор
το αποκλισιόμετρο, το όργανο μέτρησης της απόκλισης της μαγνητικής βελόνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деклинатор
См. также в других словарях:
όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς … Dictionary of Greek
όργανο, εκκλησιαστικό — Πνευστό όργανο με πλήκτρα, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της μουσικής. Βλ. λ. εκκλησιαστικό όργανο … Dictionary of Greek
όργανο — το 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει στην παραγωγή έργου, αλλ. σύνεργο, εργαλείο: Χτυπήθηκε με αιχμηρό όργανο. 2. μέλος οργανισμού φυτού ή ζώου: Όργανα αναπνευστικά, πεπτικά, γεννητικά κτλ. 3. μουσικό κατασκεύασμα για παραγωγή ήχων: Τα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκκλησιαστικό όργανο — Μουσικό όργανο με πλήκτρα, εφοδιασμένο με ειδικούς αυλούς για την παραγωγή του ήχου και με φυσερά, που εξασφαλίζουν την πίεση του αέρα. Τα φυσερά παλαιότερα ήταν χειροκίνητα, αλλά πλέον λειτουργούν με ηλεκτρισμό. Η ιστορία του ε.ο. είναι… … Dictionary of Greek
ρολόι — Όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση του χρόνου. Όλες οι μέθοδοι για τη μέτρηση του χρόνου βασίζονται στη χρησιμοποίηση κάποιας κανονικής κίνησης με την οποία η διαφορά χρόνου μετατρέπεται σε διαφορά διαστήματος που διακρίνεται εύκολα. Το… … Dictionary of Greek
φασματοσκόπιο — Όργανο για τη μελέτη των φασμάτων που παράγονται από φωτεινές πηγές. Εάν το φάσμα, αντί να παρατηρείται κατευθείαν, αποτυπώνεται, συνήθως σε φωτογραφική πλάκα, το όργανο καλείται φασματογράφος. Το πεδίο χρήσης του φασματογράφου περιλαμβάνει… … Dictionary of Greek
βαλβίδα — Όργανο ή σύστημα για τη ρύθμιση της ροής. Στην υδραυλική, β. λέγεται το σύστημα που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο τμημάτων ενός αγωγού υπό πίεση, για να ρυθμίζει τη ροή του ρευστού στον αγωγό. Αποτελείται από ένα μεταλλικό σώμα και από ένα, επίσης… … Dictionary of Greek
διαστολόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της διαστολής στερεών και υγρών. Ανάλογα με το σώμα του οποίου θα μετρηθεί η διαστολή και με την επιθυμητή ακρίβεια της μέτρησης, χρησιμοποιούνται διάφοροι τύποι δ. Για τα υγρά χρησιμοποιούνται δ. που αποτελούνται από δοχεία … Dictionary of Greek
ταλαντοσκόπιο — Όργανο για την άμεση παρατήρηση των μηχανικών ή ηλεκτρικών ταλαντώσεων ή άλλων φαινομένων μεταβλητών στον χρόνο. Όταν το όργανο διαθέτει και σύστημα καταγραφής, ονομάζεται ταλαντογράφος. Τα τ. που προορίζονται για την παρατήρηση των μεταβολών… … Dictionary of Greek
αμπερόμετρο — Όργανο απευθείας ανάγνωσης, για τη μέτρηση της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος, βαθμονομημένο σε αμπέρ και υποπολλαπλάσια του αμπέρ. Για μετρήσεις μεγάλης ευαισθησίας χρησιμοποιούνται τα γαλβανόμετρα. Για να κατατάξουμε τα α. μπορούμε να… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek